- νομιστός
- νομιστός, -ή, -όν (Α) [νομίζω]1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῑον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.